- ακυλοχλωρίδια
- Οργανικές ενώσεις του γενικού τύπου CνH2v+1 COCL. Τα μέλη της ομόλογης αυτής σειράς είναι άχρωμα λεπτόρρευστα υγρά, που ατμίζουν στον αέρα και έχουν διαπεραστική οσμή. Αποστάζουν χωρίς να διασπώνται και βράζουν σε πολύ χαμηλότερη θερμοκρασία από τα αντίστοιχα οξέα. Τα ανώτερα μέλη είναι σώματα κρυσταλλικά, διασπώνται κατά την απόσταξη, ατμίζουν λίγο στον αέρα και διαλύονται στον αιθέρα. Είναι αδιάλυτα στο νερό, αλλά διασπώνται από αυτό σε υδροχλώριο και το αντίστοιχο οξύ (π.χ. CH3CO CL + Η2Ο → CH3COOH + HCL). Τα α. έχουν σπουδαία σημασία για τις συνθέσεις των οργανικών ενώσεων (ακυλίωση). Σπουδαιότερο μέλος της ομόλογης αυτής σειράς είναι το ακετυλοχλωρίδιο, CH3CO CL.
Dictionary of Greek. 2013.